Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

H προφητεία του Αγγέλου

Ωραίο ξύπνημα

Ο Γκούντορ ήταν καταδικασμένος σε εκθρόνιση από τον διαμαντένιο θρόνο του. Ο περίφημος Πορφυρός του Δράκος ήταν νεκρός. Αυτό το υπέροχο πλάσμα, το μόνο που σώθηκε από την εποχή Δ, κείτεται στον βασιλικό αυλόγυρο του μεγαλύτερου βασιλείου όλων των κόσμων: στο βασίλειο των ψυχών. Η προσπάθειά του να ενημερώσει τον Γκούντορ για την συνέχεια ήταν και η τελευταία που θα κατέβαλε για χάρη του αφέντη του.
Ως ανιχνευτής κάποτε, κατά την μάχη στις Πεδιάδες του Ψεύδους, είχε αποδεκατίσει εκ των έσω τις δυνάμεις του Λορ, χωρίς να γίνουν ποτέ γνωστές οι ικανότητές του στους θεούς και η δράση του στους ανθρώπους. Τώρα όμως ακόμα και ο ίδιος είχε αμφιβολίες για ποιον λόγο. (δεν εξηγείς ποιος)
Οι δράκοι, όντα αθάνατα, διώχθηκαν από την 3η πύλη και ξέπεσαν στον κόσμο των ανθρώπων. Αθάνατο χέρι πρέπει να τους σκοτώσει και αθάνατο θα τους ξαναζωντανέψει, λέει η προφητεία.
«Γκούντορ, γιε του Σάλαθορ!» ακούστηκε μια φωνή δυνατή, επιβλητική αλλά και όμορφη, με ανδρεία. Μόλις είχε χαράξει και οι πρώτες ηλιαχτίδες χτυπούσαν επίμονα το πρόσωπο του Γκούντορ. Το ανυπόμονο κάλεσμα δεν ακούστηκε για λίγα λεπτά, μάλλον περίμενε τον ήλιο να ανατείλει με την δύναμή του.
«Γκούντορ!» τώρα η φωνή ακουγόταν εντελώς εξοργισμένη με την απάθειά του.
«Ποιος τόλμησε να πατήσει το πόδι του στο βασίλειό μου;»
Τα λόγια του ακούστηκαν από τα έγκατα της γης. Ο Γκούντορ συνήθιζε να μιλάει με τους περαστικούς. Στο βασίλειό του είχε πολλούς υπηρέτες, ιπποκόμους, στρατιώτες, άρχοντες, τυράννους κι άλλους πολλούς. «Κάνε την προσευχή σου» η φωνή ήρεμη και απειλητική. Αλλά μόλος αντίκρισε το
θέαμα που δέσποζε μπροστά του, πάγωσε ολόκληρος. Ακόμα και το μυαλό του αδυνατούσε να σκεφτεί.
«Γκούντορ, γιε του Σάλαθορ, άρχοντα των ψυχών και θεέ των κλεφτών.. Κατηγορείσαι για τον θάνατο της δεύτερης γενιάς του Λορ την εποχή της Διαφθοράς.»
Ο εκφωνητής όμορφος, καλογυμνασμένος, με ένα χρυσό τόξο στην πλάτη τόσο λαμπερό όσο ο ανατέλλων ήλιος. Ντυμένος με ένα λιτό ρούχο ιπποκόμου και μπότες στρατιώτη, σαν να είχε ξεμείνει από τους Κακούς Καιρούς. Φορούσε ένα περιδέραιο με μια χρυσή παλάμη, δώρο κάποιου τρομερού τεχνίτη από την Εθίρ. Με μια ουλή στο μέτωπο θύμιζε στρατιώτη ή αποτυχημένο μισθοφόρο με βρώμικο παρελθόν, από αυτούς που σπαταλάνε τα λεφτά τους στις πόρνες του κάθε τόπου και μαγαζιού. Αλλά ήταν τυφλός. Ήταν ο Ένντεν, γιος της δικαιοσύνης και θεός της, και το βασίλειό του ήταν στην Ντρο, πόλη της ιερής Τίνιρ.
«Καλημέρα» γυναικεία καλημέρα, όλο χαρά και νάζι, ο πλέον ακατάλληλος χαιρετισμός για μια τέτοια δυσοίωνη μέρα.
«Χαρούμενο ξύπνημα» ψιθύρισε όλο πένθος ο Βάλντι. Με άσχημο πρόσωπο, καμπούρα και μάτια μαύρα σαν την ψυχή του, ο Άρχοντας του Σκότους έχει μαζί του ένα σκήπτρο που του υπενθυμίζει ποια είναι η δουλειά του. Ο Βάλντι ήταν ένας καημένος ζητιάνος τους Κακούς Καιρούς, που ο δύσμοιρος ευχήθηκε μπροστά στον Μίστρα, τον Άρχοντα του Σκότους μέχρι τους Κακούς Καιρούς και υποκινητή του πολέμου, να πάρει τη θέση του. Άπληστη καρδιά είχε και θα αποκτούσε μαύρη, αυτός ήταν ο όρος της συμφωνίας του με τον Άρχοντα του Σκότους, και δέχτηκε ο αμόρφωτος ζητιάνος να χάσει τα συναισθήματά του και να γίνει θεός με σκοτάδι στην καρδιά και την ψυχή του. Όσο για τον Μίστρα, πήγε στην Λίμνη της Λήθης και ξεχνάει το σκότος, την δυστυχία και το κακό που έριξε στο Λορ και στο Σέλτουκ, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο.
Μόλις ο Γκούντορ παρατήρησε την παρουσία του Βάλντι, τη θέση της φοβισμένης και απορημένης έκφρασής του πήρε η οργή, το μίσος και το σκοτάδι. Τα μάτια του κοκκίνισαν από οργή.
Ο Βάλντι ζάρωσε το πρόσωπό του και με μια τεχνική σήκωσε το χέρι του και άρπαξε τον Γκούντορ από το πρόσωπο με μια δεσμίδα σκότους. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο Γκούντορ αιωρούνταν παράλυτος. «Ας τελειώνουμε δίκαιε» είπε σχεδόν αγχωμένα.
Η ναζιάρα θεά του χρήματος Λόμα, με τα χέρια στα μάγουλα και τα μάτια κλειστά, ψιθύρισε μια αρχαία προσευχή των Αγγέλων που ήταν γνωστή ως: Είθε το βασίλειο να ευδοκιμήσει όπως η ψυχή σου θα ανθίσει αλλά η ψυχή αν μαραζώσει η εκθρόνιση το βασίλειο θα σώσει.






Ξημέρωσε στο Λοβ και το οχυρό είναι μισοκατεστραμένο από την χθεσινοβραδινή επιδρομή και του Φεπχή.
«Ο Φεπχή  ένας φαντασμένος ιερέας που πιστεύει ότι είναι ο εκλεκτός από τους θεούς και ότι ήταν Άγγελος από την εποχή Α, αλλά έπεσε από την 2η πύλη. Έχει στην δούλεψή του ένα μάτσο γυμνασμένα κορόιδα και τα στέλνει συνέχεια για επιδρομές στο οχυρό μου. Διοικητής του οχυρού Λοβ, εγώ, ο Λέοναρ.
»Στην εποχή των μάγων πέρασα μήνες και μήνες κρυμμένος στο καβούκι μου στο Λοβ. Χρόνια έμεινα να περιμένω εκεί βρόμικος και αχτένιστος λέγοντας ασυναρτησίες σας τρελός, αφού την γύρω περιοχή την είχαν καταλάβει οι Καταραμένοι. Άνθρωποι φονιάδες, βιαστές, κλέφτες και άλλα σκοτεινά όντα. Όλοι νεκροί που ξεφεύγουν από τον Γκούντορ με την πονηριά και την σβελτάδα τους. Είναι Απέθαντοι, αλλά κουράζονται, αυτό είναι το μοναδικό τους ελάττωμα. Οι Απέθαντοι είναι πολύ εύκολα εντοπίσιμοι. Βρομάνε σήψη και λιωμένη σάρκα, δεν έχουν δόντια και τα ούλα τους είναι σαπισμένα με ένα είδος μούχλας.
»Δεν μπορώ να πω ότι είμαι πιο θαρραλέος από άλλους διοικητές, αλλά είμαι στο σημαντικότερο οχυρό της Λορ και δεν θα επιτρέψω όσο περνάει από το οχυρό και από το χέρι μου να ξαναμπούν στην χώρα μας.
»Είμαι πιστός του Άμγκο, θεού της σοφίας και των γραμμάτων. Αλλά δυστυχώς δεν μου απαντάει τελευταία στις προσευχές μου και έχω αρχίσει να απομακρύνομαι από την θρησκεία μου, πρόβλημα που μπορεί να οδηγήσει και στην απόλυση μου, δεν είναι αποδεκτό να εγκαταλείπεις τον θεό σου από καμιά φυλή, ακόμη και στις Πεδιάδες του Ψεύδους.»
Φωνές ακούστηκαν από την πύλη και ένα κύμα ψύχους τάραξε το οχυρό, ένα ψύχος τόσο απόκοσμο και τόσο γνώριμο για τον Λέοναρ, λες και είχαν επιστρέψει οι Καταραμένοι.
Στην πύλη είδε τρεις μαυροντυμένοι πολεμιστές. Φορούσαν κουκούλες που έκρυβαν τα πρόσωπά τους σε ένα άγνωστο σκοτάδι. Μπροστά τους στεκόταν ένας γκρίζος ιππότης, τρίτος στην ιεραρχία του Κέιθιρ, γνωστός για τα κατορθώματά του ενάντια του Φζουλ.
Όταν τους είδε ο Λέοναρ έγειρε εμπρός, έχωσε το πηγούνι του στην παλάμη του και έπεσε σε βαριά περισυλλογή καθώς αρκετοί πολεμιστές επισκέπτονταν το οχυρό αλλά όχι σαν τους σημερινούς. Ακούστηκε μια φωνή να τον καλεί βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του. Ήταν ένας υπηρέτης: «Οι καλεσμένοι σας έφτασαν.»
Εμφανίστηκαν οι τέσσερεις στην κύρια αίθουσα και ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα και άρχισε να βρέχει δυνατά με αποτέλεσμα οι φρουροί να βγουν από τον πύργο για να μαζέψουν τα άλογα. Οι απρόσκλητοι κάθισαν στις καρέκλες τους και περίμεναν να ακούσουν τον τυπικό χαιρετισμό από τα χείλη του Λέοναρ. Αντ’ αυτού, ρώτησε απότομα: «Ποιοι είστε; Γιατί τυχαίοι δεν είστε!»
Κοιταχτήκανε μεταξύ τους και βγάζοντας τις κουκούλες τους αποκάλυψαν τα πρόσωπά τους.
«Είμαστε οι εκπρόσωποι της Κέιθιρ και κάναμε ένα μεγάλο ταξίδι για να συναντήσουμε εσένα, Λέοναρ.» Ησυχία επικράτησε στην αίθουσα και ο διοικητής τους κοίταξε με ερευνητικό βλέμμα.
«Έχουμε πληροφορίες ότι ο στρατός του Ζε κατευθύνεται στην Τορ. Το οχυρό είναι ερημωμένο εδώ και δύο μέρες, μάλλον ετοιμάζονται για επίθεση.»
«Δεν έχω καμία αρμοδιότητα για την προστασία των Νάνων! Αν η Σέλτουκ νοιάζεται για την Μητρόπολή της, ας την σώσει.»
Ο τρίτος, στο άκουσμα της τελεσίδικης ανακοίνωσης, σήκωσε αργά το κεφάλι του. Ο γκρίζος ιππότης για πρώτη φορά αποκαλύφθηκε. Ήταν τυφλός και εξέπεμπε έναν φόβο, όμορφος με κοντά, καστανά μαλλιά και πρόσωπο με μικροκαμωμένα χαρακτηριστικά. Αυτή και μόνο η κίνησή του αρκούσε για να δεχθεί ο Λέοναρ αναγκαστικά την έμμεση πρότασή τους. Καθώς ήταν ιερέας του Ένντεν, θεού του δικαίου, και κανένας δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση στο δίκαιο. Του παρέδωσαν ένα γράμμα και έφυγαν μέσα στην δυνατή βροχή που δεν είχε σταματημό.
Όλη την ημέρα δούλευε πυρετωδώς για να ετοιμάσει τον στρατό του Λοβ για μάχη. Αργά το βράδυ τα πάντα ήταν έτοιμα, οι δάδες αναμμένες, ο στρατός παραταγμένος και τα πλοία έτοιμα να πλεύσουν προς το λιμάνι της Νιρ.